- ύβωση
- kamburluk
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ύβωση — η / ὕβωσις, ώσεως, ΝΑ [ὑβοῡμαι] κύρτωση, καμπούριασμα … Dictionary of Greek
ύβωση — η 1. η κύρτωση, η κύφωση, το καμπούριασμα, το να γίνεται κάτι κυρτό. 2. ύβωμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κοκκινόπουλος, Ευτύχιος — (Ερμούπολη Σύρου 1908 – 1974). Πολιτικός μηχανικός, καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου (ΕΜΠ). Διετέλεσε επιμελητής του ΕΜΠ (1932 44), υφηγητής του (1944 45) και τακτικός καθηγητής από το 1958. Χρημάτισε επίσης διευθυντής τεχνικών έργων… … Dictionary of Greek